εὔποτμος

From LSJ
Revision as of 22:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔποτμος Medium diacritics: εὔποτμος Low diacritics: εύποτμος Capitals: ΕΥΠΟΤΜΟΣ
Transliteration A: eúpotmos Transliteration B: eupotmos Transliteration C: eypotmos Beta Code: eu)/potmos

English (LSJ)

ον,

   A happy, prosperous, αἰών A.Ag.246 (lyr.); δύνασις -οτάτα μελέων S. Fr.568, cf. Plu.2.58d (Comp.); of trees, flourishing, Sever. ap. Orib. 9.17.2 (Comp.). Adv. -μως Epist.Anaximen. ap. D.L.2.4, Muson. Fr.17p.93H.

German (Pape)

[Seite 1090] mit glücklichem Loose, glücklich, αἰών Aesch. Ag. 237; superl., Soph. frg. 146; in Prosa nur Plut., εὐποτμότερος de adul. et am. discr. 23. – Adv. εὐπότμως, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

εὔποτμος: -ον, εὐτυχής, αἰών Αἰσχύλ. Ἀγ. 245· εὐποτμότατε Σοφ. Ἀποσπ. 146, πρβλ. Πλούτ. 2. 58D. - Ἐππίρρ. εὐπότμως, εὐτυχῶς, Μουσώνιος 176, Σουΐδ., Ἡσύχ., Φώτ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
heureux;
Cp. εὐποτμότερος.
Étymologie: εὖ, πότμος.

Greek Monolingual

εὔποτμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει καλή τύχη, καλή μοίρα, ο ευτυχής
2. (για δέντρα) θαλερός, φουντωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πότμος.

Greek Monotonic

εὔποτμος: -ον, ευτυχισμένος, επιτυχημένος, ευημερών, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὔποτμος: счастливый, блаженный (αἰών Aesch.; διά τι Plut.).

Middle Liddell

εὔ-ποτμος, ον
happy, prosperous, Aesch.