εὐπροσηγορία

From LSJ
Revision as of 21:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπροσηγορία Medium diacritics: εὐπροσηγορία Low diacritics: ευπροσηγορία Capitals: ΕΥΠΡΟΣΗΓΟΡΙΑ
Transliteration A: euprosēgoría Transliteration B: euprosēgoria Transliteration C: efprosigoria Beta Code: eu)proshgori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A affability, Isoc.1.20.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπροσηγορία: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ εὐπροσήγορος, Ἰσοκρ. 6Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
affabilité.
Étymologie: εὐπροσήγορος.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐπροσηγορία) ευπροσήγορος
η προσήνεια, η καταδεκτικότητα.

Russian (Dvoretsky)

εὐπροσηγορία: ἡ обходительность, общительность, приветливость Isocr.