ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
Full diacritics: πῡθεδών | Medium diacritics: πυθεδών | Low diacritics: πυθεδών | Capitals: ΠΥΘΕΔΩΝ |
Transliteration A: pythedṓn | Transliteration B: pythedōn | Transliteration C: pythedon | Beta Code: puqedw/n |
όνος, ἡ, (πύθω)
A putrefaction, Eratosth.18 (pl.), Nic.Th. 466 (pl.).
πῡθεδών: -όνος, ἡ, (πύθω) σῆψις, σηπεδών, Νικ. Θηρ. 446, ἐν τῷ πληθ.
-ῶνος, ὁ, Α
σήψη, σάπισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύθω «επιφέρω σήψη» + επίθημα -(ε)δών, κατά το σηπ-εδών].