πρόσκλυσμα
From LSJ
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
English (LSJ)
ατος, τό,
A lotion, Dsc.1.115, Antyll. ap. Orib.9.23 tit.; mouthwash, Archig. ap. Orib.8.1.39; hair-wash, Herod.Med. ap. Orib.10.17.1.
German (Pape)
[Seite 770] τό, dasjenige, womit man ausspült, Spülwasser, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσκλυσμα: τό, τὸ πρὸς πλύσιν ἢ θερμὸν λουτρὸν ὕδωρ, Ὀρειβάσ. 157 Matth.
Greek Monolingual
-ύσματος, τὸ, Α προσκλύζω
1. το ζεστό νερό που χρησιμοποιείται για πλύσιμο ή λούσιμο
2. (κυρίως) το νερό που χρησιμοποιείται για το λούσιμο των μαλλιών.