ἀπόχυμα

From LSJ
Revision as of 09:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόχῠμα Medium diacritics: ἀπόχυμα Low diacritics: απόχυμα Capitals: ΑΠΟΧΥΜΑ
Transliteration A: apóchyma Transliteration B: apochyma Transliteration C: apochyma Beta Code: a)po/xuma

English (LSJ)

ατος, τό, (χέω)

   A that which is poured out, Ti.Locr.100a, PFay.95.25(ii A. D.).    2 = ζώπισσα, Dsc.1.72.    3 Ὀρειβασίου ἀ., name of a kind of plaster, Aët.15.24.

German (Pape)

[Seite 336] τό, das Abgegossene, Tim. Locr. 100 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόχῠμα: τό, (χέω) τὸ ἀποχεόμενον ἢ ἐκρέον, Τίμ. Λοκρ. 100Α. 2) = ζώπισσα, τὸ ἐκ τῶν πλοίων ξυόμενον ῥητινῶδες, ἡ παλαιὰ πίσσα, Διοσκ. 1. 98.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 líquido οἷον ἀ. ῥεῖν διὰ νωτίων Ti.Locr.100a
cierto tipo de pez o resina ζώπισσαν ... καλουμένην ὑπ' ἐνίων ἀπόχυμα Dsc.1.72, cf. como componente farmacológico, Asclep.Iun. en Gal.13.1023, 1025, 1026, 1027
quizá el orujo del aceite PFay.95.25 (II d.C.), sent. dud. ὑμεῖς δὲ ἀναστίλατε τὸ ἀπόχυμα τοῦ πατρός σου SB 7661.5 (I/II d.C.)
emplasto Ὀρειβασίου Aët.15.24.
2 agua de desagüe (ὕδατα) ... [ἦ] ν ἄγονα ἀπὸ ἀποχυμάτων PMich.617.9 (II d.C.).
3 cierto tipo de peinado, tal vez melena suelta ἀ. ἢ μεριστὴν τηρεῖν mantener melena suelta o partición en crenchas, Const.App.1.3.10.

Greek Monolingual

το (Α ἀπόχυμα)
νεοελλ.
το ζουμί (κυρίως από όσπρια) που χύνεται ή πετιέται μετά τον πρώτο βρασμό
αρχ.
το παλιό επίχρισμα των πλοίων από ρετσίνι, πίσσα κ.λπ. που καθαρίζεται.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόχῠμα: ατος τό вылитое, разлитое Plat.