ἀρρενώδης
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
ες,
A brave. Adv. -δῶς LXX 2 Ma.10.35.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρενώδης: -ες, (εἶδος), ἀνδρικός, γενναῖος, ὡς ἐπίρρ. -δῶς Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. ι΄, 35.).
Spanish (DGE)
-ες
1 viril, valiente Sch.Er.Il.8.39.
2 adv. -ῶς viril, valerosamente προσβαλόντες τῷ τείχει ἀρρενωδῶς LXX 2Ma.10.35.
Greek Monolingual
ἀρρενώδης, -ες (Α) άρρην
ο ανδροπρεπής, ο αρρενωπός.