ἐκφυτεύω

From LSJ
Revision as of 19:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφῠτευω Medium diacritics: ἐκφυτεύω Low diacritics: εκφυτεύω Capitals: ΕΚΦΥΤΕΥΩ
Transliteration A: ekphyteúō Transliteration B: ekphyteuō Transliteration C: ekfyteyo Beta Code: e)kfuteuw

English (LSJ)

   A plant out, πήγανον εἰς συκῆν Arist.Pr.924b36.    II plant, χώραν Heraclid.Pol.36; ἄλσος Philostr.VS1.23.2:—Pass., ib. 2.23 3.

German (Pape)

[Seite 787] aus-, verpflanzen; εἰς συκῆν Arist. Probl. 20, 18; bepflanzen, Heracl. Pont. 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφῠτεύω: μεταφυτεύω ἐπάνω εἰς δένδρον, διὰ τί πήγανον κάλλιστον καὶ πλεῖστον γίνεται ἐάν τις ἐκφυτεύσῃ εἰς συκῆν; ἐκφυτεύεται δὲ περὶ τὸν φλοιὸν καὶ περιπλάττεται πηλῷ Ἀριστ. Προβλ. 20. 18· φυτεύω τόπον, πληρῶ φυτῶν, Ἡρακλείδ. Ποντικ. 11, Φιλόστρ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 332, 26.

Spanish (DGE)

1 injertar πήγανον ... εἰς συκῆν Arist.Pr.924b36, en v. pas. ἐκφυτεύεται se injerta Arist.Pr.ib.
2 plantar χώραν Heraclid.Lemb.Pol.36, ὃ (ἄλσος) Philostr.VS 527, en v. pas. γῆ ... ἐκπεφυτευμένη δένδρεσι Philostr.VS 606.

Greek Monolingual

ἐκφυτεύω (Α)
1. (για δέντρο) μεταφυτεύω
2. φυτεύω τόπο, γεμίζω έναν τόπο με φυτά.

Russian (Dvoretsky)

ἐκφῠτεύω: бот. прививать (πήγανον εἰς συκῆν Arst.).