ἐπιμορφάζω

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλοςnature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμορφάζω Medium diacritics: ἐπιμορφάζω Low diacritics: επιμορφάζω Capitals: ΕΠΙΜΟΡΦΑΖΩ
Transliteration A: epimorpházō Transliteration B: epimorphazō Transliteration C: epimorfazo Beta Code: e)pimorfa/zw

English (LSJ)

   A pretend, c. inf., Ph.1.387; ὅτι . . ib.96; ὡς, c. part., ib.193: abs., ib.363.    II. c.acc., simulate, εὐσέβειαν, τὸ ἀδέσποτον, ib.340,698:—Med., Hsch.

German (Pape)

[Seite 964] den Schein wovon annehmen, erheucheln, τί, Philo, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμορφάζω: ὑποκρίνομαι, προσποιοῦμαι, Λατ. simulare, ἀλήθειαν, εὐσέβειαν Φίλων 1. 340, 387, 698, Κλήμ. Ἀλ. 41. ― Μέσ. -άζομαι καὶ -ίζομαι, Εὐσέβ. ΙΙ. 781Α, IV. 804Β, κλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπιμορφάζονται· σχηματίζονται».

Greek Monolingual

ἐπιμορφάζω (AM)
1. προσποιούμαι, προφασίζομαι, υποκρίνομαι
2. αποδίδω εσφαλμένα κάτι σε κάποιον
3. μιμούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μορφάζω «χειρονομώ» (< μορφή)].