ἡμισεύω
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
(ἥμισυς)
A halve, LXXPs.54(55).24, Aq.Ge. 33.1. 2 boil down to one half, Hippiatr.2.
German (Pape)
[Seite 1170] halbiren, auf die Hälfte verringern, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμισεύω: (ἥμισυς) διαιρῶ εἰς δύο, σμικρύνω κατὰ τὸ ἥμισυ, ἐν τῷ παθ, Θεοδόσ. Γραμματ. σ. 86 Göttl.
Greek Monolingual
ἡμισεύω (AM) ήμισυς
1. διαιρώ κάτι στα δύο, σμικρύνω κατά το ήμισυ διχοτομώ, μεσιάζω
2. βράζω κάτι ώσπου να μείνει το μισό.