ῥακώδης

Revision as of 03:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ες,

   A ragged, χιτωνίσκος D.C.65.20.    2 wrinkled, AP5.20 (Rufin.), Sor.1.88; of the worn and chafed skin of bedridden people, Gal.11.132.

German (Pape)

[Seite 833] ες, zerrissen, zerlumpt von Ansehen, auch runzlig, σῶμα, Rufin. 32 (V, 21).

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾰκώδης: -ες, (εἶδος) κατεσχισμένος, «κουρελιασμένος», χιτωνίσκος Δίων Κ. 65. 20. 2) ἐρρυτιδωμένος, Ἀνθ. Π. 5. 21· παρὰ Γαλην. ἐπὶ τοῦ ἐρρυτιδωμένου δέρματος τῶν λιποσάρκων ἀσθενῶν τῶν ἐπὶ τῆς κλίνης ἐπὶ πολὺ μεινάντων.

Greek Monolingual

–ες / ῥακώδης, -ῶδες, ΝΜΑ ῥάκος
γεμάτος ράκη, κουρελιασμένος («χιτωνίσκος ῥακώδης», Δίων Κάσσ.)
αρχ.
γεμάτος ρυτίδες, ζαρωμένος («ῥυτίδες καὶ θρὶξ πολιὴ καὶ σῶμα ῥακῶδες», Ανθ. Παλ.).

Russian (Dvoretsky)

ῥᾰκώδης: висящий лоскутьями, т. е. сморщенный (σῶμα Anth.).