κόρημα
οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms
English (LSJ)
ατος, τό,
A sweepings, refuse, Ar.Fr.474: in pl., Hermipp.47.10 (anap.). II besom, broom, Ar.Pax59, Eup.157, 228.4, Gal.12.93.
German (Pape)
[Seite 1486] τό, das Ausgefegte, der Kehricht; Ar. bei Poll. 10, 29; Hermipp. bei Ath. XI, 487 f; Poll. 6, 94; – der Besen; Ar. Pax 59; Eupol. bei Poll. 10, 28.
Greek (Liddell-Scott)
κόρημα: τό, τὸ κορούμενον κάθαρμα, «σκουπίδι», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 408· ἐν τῷ πληθ., Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 2. ΙΙ. σάρωθρον, «σκοῦπα», Ἀριστοφ. Εἰρ. 59, «τουτὶ λαβὼν κόρημα τὴν αὐλὴν κόρει» Εὔπολ. ἐν «Κόλαξιν» 9.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
balai.
Étymologie: κορέω.
Greek Monolingual
το (Α κόρημα, -ήματος) κορέω (ΙΙ)]
νεοελλ.
φρ. «πλευρικά κορήματα»
γεωλ. πετρώδη θραύσματα και γεώδη υλικά που αποτελούν προϊόντα της μηχανικής αποσάθρωσης απότομων πρανών και κλιτύων
αρχ.
1. καθετί που απορρίπτεται με το σάρωμα, απόρριμμα, σκουπίδι
2. σάρωθρο, σκούπα, κόρηθρον («τουτὶ λαβὼν κόρημα τὴν αὐλὴν κόρει», Εύπ.).
Greek Monotonic
κόρημα: -ατος, τό (κορέω), σάρωμα, σκούπα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κόρημα: ατος τό
1) метла Arph.;
2) сор, мусор Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόρημα -ατος, τό [κορέω] bezem.