ταρβαλέος

From LSJ
Revision as of 11:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

ταῦτα δηλώσω αὐτός τε νοσήσας καὶ αὐτὸς ἰδὼν ἄλλους πάσχοντας → I shall describe those symptoms, since I myself had the disease and witnessed as well what others were suffering

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταρβᾰλέος Medium diacritics: ταρβαλέος Low diacritics: ταρβαλέος Capitals: ΤΑΡΒΑΛΕΟΣ
Transliteration A: tarbaléos Transliteration B: tarbaleos Transliteration C: tarvaleos Beta Code: tarbale/os

English (LSJ)

α, ον, (τάρβος)

   A affrighted, fearful, h.Merc.165, S.Tr.957 (lyr.); τ. δάκρυα tears of distress, Max.331.    II fearful, terrible, λέων Nonn.D.25.191; Ζεύς ib.434.

German (Pape)

[Seite 1070] erschrocken, furchtsam; H. h. Merc. 165; Soph. Trach. 953.

Greek (Liddell-Scott)

ταρβᾰλέος: -α, -ον, (τάρβος) πεφοβημένος, πλήρης φόβου, Ὑμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 165, Σοφ. Τρ. 953· τ. δάκρυα, δάκρυα θλίψεως, Μάξιμ. π. καταρχ. 331. ΙΙ. φοβερός, τρομερός, λέων Νόνν. Δ. 25. 191.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
effrayé.
Étymologie: τάρβος.

Greek Monolingual

-α, -ον, ΜΑ
(με ενεργ. σημ.) αυτός που προκαλεί σε κάποιον φόβο, τρόμο
αρχ.
(με παθ. σημ.) γεμάτος φόβο, καταφοβισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάρβος «φόβος» + επίθημα -αλέος (πρβλ. λυσσ-αλέος)].

Greek Monotonic

ταρβᾰλέος: -α, -ον, αυτός που είναι γεμάτος φόβο, έντρομος, πανικόβλητος, σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ταρβᾰλέος:
1) робкий, боязливый HH;
2) охваченный страхом, испуганный Soph.

Middle Liddell

ταρβᾰλέος, η, ον,
frighted, fearful, Hhymn., Soph.