σύμβλημα

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμβλημα Medium diacritics: σύμβλημα Low diacritics: σύμβλημα Capitals: ΣΥΜΒΛΗΜΑ
Transliteration A: sýmblēma Transliteration B: symblēma Transliteration C: symvlima Beta Code: su/mblhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A joint, seam, LXX Is.41.7.    II assault-at-arms, gymnastic contest, POxy.42.2 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 978] τό, Verbindung, Fuge, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

σύμβλημα: τό, ἕνωσις, συναφή, ῥαφή, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. ΜΑ΄, 7).

Greek Monolingual

το, ΝΑ συμβάλλω
νεοελλ.
1. καθένα από τα κομμάτια ενός συνόλου, όπως λ.χ. του ιστού του πλοίου
2. ο σύνδεσμος που ενώνει τα κομμάτια αυτά
αρχ.
1. ένωση, ραφή
2. γυμναστικός αγώνας.

Greek Monolingual

το, ΝΑ συμβάλλω
νεοελλ.
1. καθένα από τα κομμάτια ενός συνόλου, όπως λ.χ. του ιστού του πλοίου
2. ο σύνδεσμος που ενώνει τα κομμάτια αυτά
αρχ.
1. ένωση, ραφή
2. γυμναστικός αγώνας.