ἀλιτηριώδης

From LSJ
Revision as of 15:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλιτηριώδης Medium diacritics: ἀλιτηριώδης Low diacritics: αλιτηριώδης Capitals: ΑΛΙΤΗΡΙΩΔΗΣ
Transliteration A: alitēriṓdēs Transliteration B: alitēriōdēs Transliteration C: alitiriodis Beta Code: a)lithriw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A abominable, accursed, οἶστρος Pl.Lg.854b; στάσις Id.R.470d; γνώμη D.C.44.1.

German (Pape)

[Seite 99] ες, verderblich, οἶστρος Plat. Lgg. IX, 854 b; νύχη 881 e; στάσις Rep. V, 470 d; Sp.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
funeste.
Étymologie: ἀλιτήριος, ωδης.

Spanish (DGE)

-ες
maldito, abominable οἶστρος Pl.Lg.854b, D.C.44.1.1, στάσις Pl.R.470d, γνώμη D.C.45.33.1.

Greek Monolingual

ἀλιτηριώδης, -ες (Α) ἀλιτήριος
καταραμένος, ολέθριος, αποτρόπαιος.

Greek Monotonic

ἀλῐτηριώδης: -ες (εἶδος), απεχθής, καταραμένος, αποτρόπαιος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλῐτηριώδης: губительный, пагубный (τύχη, οἶστρος, στάσις Plat.; ποινή Plut.).

Middle Liddell

εἶδος
abominable, accursed, Plat.