ἰσοκράτεια
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
[κρᾰ], ἡ,= ἰσοκρατία,
A equilibrium, equivalence, Gal. Hist.Phil.126.
German (Pape)
[Seite 1264] ἡ, gleiche Macht, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοκράτεια: ἡ, διαφ. γραφ. ἀντὶ ἰσοκρατία.
Greek Monolingual
ἰσοκράτεια, ἡ (Α) ισοκρατής
διαφ. γρφ. αντί ισοκρατία.
Russian (Dvoretsky)
ἰσοκράτεια: ἡ Plat. v. l. = ἰσοκρατία.