ῥύπτειρα

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥύπτειρα Medium diacritics: ῥύπτειρα Low diacritics: ρύπτειρα Capitals: ΡΥΠΤΕΙΡΑ
Transliteration A: rhýpteira Transliteration B: rhypteira Transliteration C: rypteira Beta Code: r(u/pteira

English (LSJ)

as if fem. of ῥυπτήρ (which is only

   A f.l. for ἀρυτήρ in Dsc. 2.74), that cleanses from dirt, ῥ. κονίη soap, lye, v.l. for θρύπτειρα in Nic. Al.370.

German (Pape)

[Seite 852] ἡ, fem. zu ῥυπτήρ, Wäscherinn, reinigend, κονία, Nic. Al. 370.

Greek (Liddell-Scott)

ῥύπτειρα: οἱονεὶ θηλ. τοῦ ῥυπτὴρ (ὅπερ εἶναι ἁπλῶς πλημμ. γραφὴ παρὰ τῷ Διοσκ. 2. 84 ἀντὶ ἀρυτήρ), ἡ ἀπὸ τοῦ ῥύπου καθαρίζουσα, ῥ. κονία, σάπων, Νικ. Ἀλεξιφ. 370.

Greek Monolingual

ἡ, Α
ουσία που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό από ρύπους («ῥύπτειρα κονίη», Νίκ. Αλεξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για το θηλ. ενός αμάρτυρου τ. ῥυπτήρ (< ῥύπος + επίθημα -τήρ / -τειρα), πρβλ. δοτήρ: δότειρα.