παιωνία
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (LSJ)
ἡ, (Παιών)
A = γλυκυσίδη, peony, Thphr.HP9.8.6; π. ἄρρην, θήλεια, = Paeonia officinalis, corallina, Ps.-Dsc.3.140; Ep. παιονίη Orph.A.918. 2 = χελιδόνιον μέγα, Ps.-Dsc.2.180. II name of an antidote, Orib.Fr.82.
German (Pape)
[Seite 444] ἡ, die Päonia, eine Blume, die auch γλυκυσίδη hieß, Theophr. u. A. – Auch ein Antidoton, sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
παιωνία: ἡ, (Παιῶν) ὡς τὸ γλυκυσίδη, εἶδος φυτοῦ ἔχοντος κατὰ τοὺς ἀρχαίους ἀντισπασμωδικὰς ἰδιότητας, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 6. Ἐπικ. παιονίη, Ὀρφ. Ἀργ. 916.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
pivoine, plante.
Étymologie: fém. de παιώνιος¹.
Greek Monolingual
η (Α παιωνία και επικ. τ. παιονίη) παιώνιος
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια παιωνιίδες
αρχ.
1. είδος φυτού που είχε αντισπασμωδικές ιδιότητες
2. το φυτό χελιδόνιον το μέγα
3. είδος φαρμάκου.