προκατακνίζω
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
A pick, trim first, ἀλωπεκίας Dsc.2.123 (Pass.), cf. Gal.19.456.
Greek (Liddell-Scott)
προκατακνίζω: κατακνίζω προηγουμένως, Γαλην. ΙΙ, 279Β.
Greek Monolingual
Α
κατακόβω σε μικρά κομμάτια προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κατακνίζω «κόβω σε μικρά κομμάτια, κατακομματιάζω»].