δήλημα

From LSJ
Revision as of 18:20, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δήλημα Medium diacritics: δήλημα Low diacritics: δήλημα Capitals: ΔΗΛΗΜΑ
Transliteration A: dḗlēma Transliteration B: dēlēma Transliteration C: dilima Beta Code: dh/lhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A mischief, bane, ἄνεμοι χαλεποί, δηλήματα νηῶν Od.12.286; ὁδοιπόρων A.Fr.123; βροτοῖσιν h.Ap.364, cf. S.OT1495; τύχης δηλήμασι IPE2.197 (Pantica-paeum).

German (Pape)

[Seite 560] τό, das Verderben; von δηλέομαι, wohl nur im activischen Sinne gebräuchlich, = der V erd erber; Hom. einmal, Odyss. 12, 286 ἐκ νυκτῶν (var. lect. νυκτὸς) δ' ἄνεμοι χαλεποί, δηλήματα νηῶν, γίγνονται; vgl. Anthol. Pal. 14, 72 Τ, τάν, λύσας ἀκτἷσι ζοφερῆς δηλήματα νυκτός; Soph. O. T. 1495 ὀνείδη, ἃ τοῖς ἐμοῖς γονεῦσιν ἔσται σφῷν θ' ὁμοῦ δηλήματα. Der singular. bei Aeschyl. fragm. Leon. ap. Steph. Byz. s. v., Χώρα (Dindorf frgm. no 114) 'Οδοιπόρων δήλημα, χωρίτης δράκων; hymn. Homer. Ap. 364 οὐδὲ σύγε ζώουσα κακὸν δήλημα βροτοῖσιν ἔσσεαι.

Greek (Liddell-Scott)

δήλημα: τό, βλάβη, φθορά, ὄλεθρος, νηῶν δ., ὄλεθρος πλοίων, Ὀδ. Μ. 286· ὁδοιπόρων Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 121· βροτοῖς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 364· γονεῦσιν... σφῶν θ’ ὁμοῦ δηλήματα Σοφ. Ο. Τ. 1495· τύχης δηλήμασι Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 538.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
cause de ruine.
Étymologie: δηλέομαι.

English (Autenrieth)

destruction; of winds, δηλήματα νηῶν, ‘destroyers,’ Od. 12.286.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
perdición, perjuicio, causa de ruina c. gen. obj. ἄνεμοι χαλεποί, δηλήματα νηῶν Od.12.286, ὁδοιπόρων ... δράκων A.Fr.123, c. dat. βροτοῖσιν h.Ap.364, cf. S.OT 1495, c. gen. subjet. τύχης δηλήματα IPE 2.197 (Panticapeo II d.C.), ζοφερῆς δηλήματα νυκτός Orác. en AP 14.72, cf. Sud., Hsch.

Greek Monolingual

δήλημα, το (Α) δηλέομαι (Ι)]
βλάβη, αίτιο καταστροφής («ἐκ νυκτῶν δ' ἄνεμοι χαλεποί, δηλήματα νηῶν γίγνονται»).

Greek Monotonic

δήλημα: -ατος, τό, βλάβη, φθορά, όλεθρος, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δήλημα -ατος, τό [δηλέομαι] meestal plur. schade.

Russian (Dvoretsky)

δήλημα: ατος τό гибель, пагуба (ἄνεμοι, δηλήματα νηῶν Hom.; κακὸν δ. βροτοῖσιν HH; ὁδοιπόρων δ., sc. δράκων Aesch.; τινι и τινος Soph.).

Middle Liddell

[from δηλέομαι
a mischief, bane, Od., Soph.