Παλαίμων
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
ονος, ὁ, Palaemon, a sea-god friendly to the shipwrecked, E.IT271, Lyc.229; also epith. of Heracles, Id.663, Hsch.: —hence Πᾰλαιμόνιον, τό,
A temple of Palaemon, IG4.203 (Corinth).
Greek (Liddell-Scott)
Πᾰλαίμων: -ονος, ἀρσ. κύρ. ὄνομα, ἐπώνυμον τοῦ Μελικέρτου υἱοῦ τῆς Ἰνοῦς, ὅστις ἐλατρεύετο ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦτο ὡς θαλάσσιος θεὸς προστάτης τῶν ναυαγῶν (πρβλ. Οὐεργιλ. Γεωργ. 1. 437, Αἰν. 5. 823), ἐν τῇ Λατ. λέγεται καὶ Portunus, Εὐρ. Ι. Τ. 271, Λυκόφρ. 228· ὡσαύτως ἐπώνυμον τοῦ Ἡρακλέους, ὁ αὐτ. 663, Ἡσύχ.· - Πᾰλαιμόνιον, τό, ὁ ναὸς τοῦ Παλαίμονος, Συλλ. Ἐπιγρ. 1104. (Πιθαν. ἐκ τοῦ παλαίω).
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ) :
Palæmon :
1 surn. de Mélikertès;
2 surn. d’Héraklès.
Étymologie: παλαίω.
Greek Monolingual
(II)
Παλαίμων, -ονος, ὁ (Α)
θεός που λατρευόταν κατά την αρχαιότητα ως προστάτης τών ναυαγών
2. προσωνυμία του Ηρακλέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. παλαιμονώ].
Greek Monotonic
Πᾰλαίμων: -ονος, ὁ (παλαίω), ο Παλαίμων, δηλ. ο Παλαιστής, αρσεν. κύριο όνομα, όνομα του Μελικέρτη, γιου της Ινούς, που λατρευόταν ως θεός της θάλασσας, ευμενής προς τους ναυαγούς, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
Πᾰλαίμων: ονος ὁ Палемон, «Борец» (эпитет Меликерта, сына Ино-Левкотеи) Eur.
Middle Liddell
Πᾰλαίμων, ονος, ὁ, παλαίω
Palaemon, i. e. wrestler, masc. prop. n., a name of Melicertes, son of Ino, who was adored as a sea-god friendly to the shipwrecked, Eur.