δυσπαράθελκτος

From LSJ
Revision as of 06:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπαράθελκτος Medium diacritics: δυσπαράθελκτος Low diacritics: δυσπαράθελκτος Capitals: ΔΥΣΠΑΡΑΘΕΛΚΤΟΣ
Transliteration A: dysparáthelktos Transliteration B: dysparathelktos Transliteration C: dysparathelktos Beta Code: duspara/qelktos

English (LSJ)

ον,

   A hard to assuage, A.Supp.386 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 686] schwer zu besänftigen, οἶκτοι Aesch. Suppl. 381.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπαράθελκτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ καταπραΰνῃ, δυσπαραμύθητος, οἶκτος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 386.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à émouvoir par des caresses.
Étymologie: δυσ-, παραθέλγω.

Spanish (DGE)

-ον
insensible (κότος) δ. παθόντος οἴκτοις A.Supp.386.

Greek Monolingual

δυσπαράθελκτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται.

Russian (Dvoretsky)

δυσπαράθελκτος: с трудом унимающийся, безутешный (παθόντος οἶτοι Aesch.).