νουμήνιος

From LSJ
Revision as of 17:40, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουμήνιος Medium diacritics: νουμήνιος Low diacritics: νουμήνιος Capitals: ΝΟΥΜΗΝΙΟΣ
Transliteration A: noumḗnios Transliteration B: noumēnios Transliteration C: nouminios Beta Code: noumh/nios

English (LSJ)

ον, Att. contr. for νεομήνιος,

   A used at the new moon, ἄρτοι Luc.Lex.6.    II as Subst., perh. a kind of curlew : prov., ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ ν. 'birds of a feather flock together', D.L.9.114.

Greek (Liddell-Scott)

νουμήνιος: -ον, Ἀττ. συνηρ. ἀντὶ τοῦ νεομήνιος, ἐν χρήσει κατὰ τὴν νέαν σελήνην, ἄρτοι Λουκ. Λεξιφάν. 6. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., εἶδος πελαργοειδοῦς πτηνοῦ· - καθ’ Ἡσύχ.: «νουμήνιος· ὄρνεον ὅμοιον ἀτταγᾷ ὄν, ὁ καὶ τροχίλος»: παροιμ., ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ ν., «ὅμοιος ’ς τὸν ὅμοιον», Διογ. Λ. 9. 114.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de la nouvelle lune, du premier jour du mois.
Étymologie: νουμηνία.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α νουμήνιος, -ον)
1. αυτός που ανήκει στη νουμηνία ή αυτός που χρησιμοποιείται κατά την περίοδο της νουμηνίας («ἄρτοι μέν τοι ἦσαν σιφαῑοι,... ἄλλοι νουμήνιοι», Λουκ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ο νουμήνιος
είδος πτηνού που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια τών σκολοπακιδών
αρχ.
παροιμ. «συνῆλθεν ἀτταγᾱς καὶ νουμήνιος» — λέγεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι άνθρωποι συναναστρέφονται με άτομα του ίδιου χαρακτήρα με αυτούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τη λ. νουμηνία.

Russian (Dvoretsky)

νουμήνιος: II ὁ зоол. предполож. кроншнеп: ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ ν. погов. Timon ap. Diog. L. сошлись кулик с кроншнепом (о неустойчивой связи).
употребляемый в праздник новолуния (ἄρτοι Luc.).