μεταφυτεία

From LSJ
Revision as of 17:15, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταφῠτεία Medium diacritics: μεταφυτεία Low diacritics: μεταφυτεία Capitals: ΜΕΤΑΦΥΤΕΙΑ
Transliteration A: metaphyteía Transliteration B: metaphyteia Transliteration C: metafyteia Beta Code: metafutei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A transplanting, Thphr.HP2.6.3, 7.5.3.    2 perh., substitution of a different form of cultivation, Ostr.Bodl.i 89 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 156] ἡ, Umpflanzung, Theophr.

Greek Monolingual

μεταφυτεία, ἡ (Α) μεταφυτεύω
1. το να φυτεύει κανείς ένα φυτό από έναν τόπο σε άλλο, μεταφύτευση
2. χρήση διαφορετικού τύπου καλλιέργειας.