θηριόω

From LSJ
Revision as of 17:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηριόω Medium diacritics: θηριόω Low diacritics: θηριόω Capitals: ΘΗΡΙΟΩ
Transliteration A: thērióō Transliteration B: thērioō Transliteration C: thirioo Beta Code: qhrio/w

English (LSJ)

   A make into a wild beast, τοὺς πρὸς αὐτὴν ἀφικνουμένους ἡ Κίρκη θηριοῖ Phld.Piet.144:—Pass., IG14.1291.    II Pass., come to the full size of a beast, πρὶν θηριοῦσθαι τὸν γόνον Eub.107.14.    2 become brutal, θηριούμενος Pl.Lg.935a; πρός τινας Phld.Lib.p.25O.; πρὸς ἀγριότητα Ph.2.53.    3 of seeds, to be infested with worms, Thphr. CP5.18.1.    b of places, to be infested with reptiles, Paul.Aeg. 5.1.    4 Medic., become malignant, ἕλκη ἐᾶσαι θηριωθῆναι Thphr. Char.19.3; τεθηριωμένον ἕλκος Dsc.3.9.

Greek (Liddell-Scott)

θηριόω: μεταβάλλω εἰς ἄγριον θηρίον, Γρηγ. Ναζ. - Παθ., ἐπὶ τῶν ἑταίρων τοῦ Ὀδυσσέως, Συλλ. Ἐπιγρ. 6130. ΙΙ. Παθ., αὐξάνομαι εἰς πλῆρες καὶ τέλειον θηρίον, πρὶν θηριοῦσθαι τὸν γόνον Εὔβουλ. Σφιγγ. 1. 14. 2) γίνομαι θηριώδης, ἄγριος, θηριούμενος Πλάτ. Νόμ. 935Α. 3) ἐπὶ σπερμάτων, συνώνυμον τῷ ζωοῦσθαι, εἶμαι πλήρης σκωλήκων, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 5. 18, 1. 4) ὡς ἰατρ. ὅρος, τεθηριωμένον ἕλκος = θηρίωμα, Διοσκ. 3. 11.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. changer en bête sauvage;
II. Pass. 1 devenir une bête sauvage;
2 devenir brutal, irascible;
3 être infesté de vers;
4 en parl. d’un ulcère devenir malin, s’ulcérer.
Étymologie: θηρίον.

Greek Monotonic

θηριόω: (θήριον), μέλ. -ώσω, μετατρέπω σε άγριο θηρίο.

Middle Liddell

θηριόω, fut. -ώσω [θήριον]
to make into a wild beast.