ποδορραγής
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
English (LSJ)
ές, (ῥήγνυμι)
A bursting forth at a stamp of the foot, ὕδατα π., of Pirene and Hippocrene, AP9.225 (Honest.).
Greek (Liddell-Scott)
ποδορρᾰγής: -ές, (ῥήγνυμι) ὁ ἐξορμῶν ἐπὶ τῇ κρούσει τοῦ ποδός, ὕδατα π., ὡς ἡ Ἱπποκρήνη, Ἀνθ. Π. 9. 225.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui s’entrouvre d’un coup de pied.
Étymologie: πούς, ῥήγνυμι.
Greek Monolingual
-ές Α
(για το νερό της Ιπποκρήνης και της Πειρήνης) αυτό που ανάβλυσε όταν ένα πόδι αλόγου ράγισε την πέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -ρραγής (< θ. ραγ-, πρβλ. ἐ-ρράγ-ην, παθ. αόρ. β' του ῥήγνυμι «σπάω»), πρβλ. αιμο-ρραγής].
Greek Monotonic
ποδορρᾰγής: -ές (ῥήγνυμι), αυτός που σπάζει κατά την κρούση των ποδιών, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ποδορρᾰγής: вскрытый ударом ноги: ἵππου δῶρα ποδορραγέα Anth. дары от удара копыта коня, т. е. Пегаса (о Гиппокрене и т. п. источниках).
Middle Liddell
ποδορ-ρᾰγής, ές ῥήγνυμι
bursting forth at a stamp of the foot, Anth.