ἀπέριττος

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπέριττος Medium diacritics: ἀπέριττος Low diacritics: απέριττος Capitals: ΑΠΕΡΙΤΤΟΣ
Transliteration A: apérittos Transliteration B: aperittos Transliteration C: aperittos Beta Code: a)pe/rittos

English (LSJ)

ον,

   A without superfluity, plain, simple, λιτοὶ καὶ ἀ. Zeno Stoic.1.57, cf. D.H.Lys.15, Plu.2.267f, Philostr.VS1.23.2; τὸ ἀ. τῆς τροφῆς Luc.Nigr.26; μηροί, γαστήρ, perfectly modelled, Philostr. Jun.Im.14,15. Adv. -ττως plainly, D.S.12.26; frugally, Simp. in Epict.p.33 D.

German (Pape)

[Seite 288] ohne Ueberfluß u. Ueberladung, schlicht, einfach, τὸ ἀπέριττον τῆς τροφῆς Luc. Nigr. 26; vgl. M. Anton. 5, 50; χυμῶν, ohne überflüssige Säfte, Galen. Bei Schol. Il. 1, 314 heißt das Meer ἀπερίττη θάλασσα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπέριττος: -ον, ἄνευ τινὸς περιττοῦ, μὴ ἀναγκαίου ἤ ὑπερπληροῦντός τι, ἁπλοῦς, λιτός, ἀφελής, Πλούτ. 2. 267F, Φιλόστρ. 527· τὸ ἀπ. τῆς τροφῆς Λουκ. Νιγρ. 26. - Ἐπίρρ. -ττως, ἄνευ περιττῶν, εὐσυνόπτως, Διόδ. 12. 26: λιτῶς, Συμπλ. ἐν Ἐπικτ. σ. 75.

French (Bailly abrégé)

att. p. ἀπέρισσος.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπέριττος, -ον)
αυτός που δεν έχει τίποτε περιττό ή μη αναγκαίο, απλός, λιτός.