κυκλάμινος

From LSJ
Revision as of 12:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκλάμῑνος Medium diacritics: κυκλάμινος Low diacritics: κυκλάμινος Capitals: ΚΥΚΛΑΜΙΝΟΣ
Transliteration A: kykláminos Transliteration B: kyklaminos Transliteration C: kyklaminos Beta Code: kukla/minos

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, Theoc.5.123, Dsc.2.164; also ὁ, Thphr.HP 7.9.4, 9.9.3; κυκλᾰμίς, ἡ, Orph.A.917:—

   A Cyclamen graecum, etc., Il.cc.; also κ. ἑτέρα honeysuckle, Lonicera Periclymenum, Dsc.2.165.

German (Pape)

[Seite 1526] ἡ, Saubrot, eine Pflanze mit runden Knollen, deren wohlriechende Blumen zu Kränzen genommen wurden; Theocr. 5, 123; Nic. bei Ath. XV, 684 d; Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κυκλάμῑνος: ἡ, Θεόκρ. 5. 123, Διοσκ. 2. 194· ὡσαύτως ἀρσ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 9· 4· κυκλαμίς, ἡ, Ὀρφ. Ἀργ. 915· ― cyclamen, φυτόν τι μετὰ στρογγύλων βωλοειδῶν ῥιζῶν φέρον εὐῶδες ἄνθος χρήσιμον εἰς τὴν κατασκευὴν στεφάνων.

Greek Monolingual

κυκλάμινος, ἡ και ὁ (Α)
το φυτό κυκλάμινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σχηματισμένη από τον τ. κύκλος, κατά το σησάμινος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυκλάμινος -ου, ἡ [κύκλος] cyclaam (plant).

Russian (Dvoretsky)

κῠκλάμινος: (ᾰ) ἡ бот. цикламен Theocr.