νικάτωρ

From LSJ
Revision as of 17:40, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῑκάτωρ Medium diacritics: νικάτωρ Low diacritics: νικάτωρ Capitals: ΝΙΚΑΤΩΡ
Transliteration A: nikátōr Transliteration B: nikatōr Transliteration C: nikator Beta Code: nika/twr

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ὁ, Dor. for νικήτωρ,

   A conqueror, cult-name of Seleucus I and Demetrius, kings of Syria, OGI233, Plu.Arist.6 (pl.), etc.; Σέλευκος Ζεὺς Νικάτωρ OGI245.11.    II in pl. ν., οἱ, the evervictorious, epith. of the royal Macedonian bodyguard, Liv.43.19.

German (Pape)

[Seite 255] ορος, ὁ, dasselbe, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

νῑκάτωρ: -ορος, ὁ, Δωρ. ἀντὶ νικήτωρ, νικητής, Πλουτάρχ. Ἀριστείδ. 6· ἐπώνυμον Σελεύκου τοῦ Α΄, βασιλέως τῆς Συρίας, Δέξιππ. ἐν Clinton F. H. 2. σ. 235· οἱ στρατιῶται τῆς Μακεδονικῆς σωματοφυλακῆς ἐκαλοῦντο νικάτορες, Λιβάν. 43. 19· - Ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «νικατῆρες· οἱ ἀκμαιότατοι ἐν ταῖς τάξεσιν».

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
« conquérant », surnom de Séleucos I et de Démétrios, rois de Syrie.
Étymologie: νικάω.

Greek Monolingual

νικάτωρ, -ορος, ὁ (Α)
βλ. νικήτωρ.

Greek Monotonic

νῑκάτωρ: -ορος, ὁ, Δωρ. αντί νικήτωρ, νικητής, κατακτητής, σε Πλούτ.

Middle Liddell

νῑκάτωρ, ορος, ὁ, [doric for νικήτωρ
a conqueror, Plut.