παλιμβάκχειος
From LSJ
πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things
English (LSJ)
ὁ,
A a reversed Βακχειος, Heph.3.2, Aristid.Quint. 1.22, Eust.1551.54:—hence Adj. πᾰλιμ-βακχειᾰκός, ή, όν, Heph.13.1.
German (Pape)
[Seite 448] ὁ, ein Versfuß, der umgekehrte Bacchius, – – ñ; Drac. p. 128, 22; Schol. Hephaest. p. 159.
Greek Monolingual
ή παλιμβακχείος, ο (ΑΜ παλιβάκχειος και παλιμβακχεῑος)
μετρικός πους που αποτελείται από δύο μακρές και μία βραχεία συλλαβή (-U) ή από μία βραχεία και δύο μακρές (U -).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + βάκχειος / βακχεῖος].
Russian (Dvoretsky)
πᾰλιμβάκχειος: ὁ стих. полимвакхий (стопа ‒‒∪, обратная вакхию ∪‒‒).