παμπρόσωπος
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
English (LSJ)
ον,
A all face, χρῆμα Plot.6.7.15.
Greek (Liddell-Scott)
παμπρόσωπος: -ον, ὁ πάντων τῶν προσώπων, ὁ ἔχων πάντα τὰ πρόσωπα, Πλωτίνου Ἐννεάδ. ΙΙ. 1296, 13.
Greek Monolingual
παμπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει όλα τα πρόσωπα, ποικιλόμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-' + πρόσωπον.