παμπρόσωπος

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμπρόσωπος Medium diacritics: παμπρόσωπος Low diacritics: παμπρόσωπος Capitals: ΠΑΜΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: pamprósōpos Transliteration B: pamprosōpos Transliteration C: pamprosopos Beta Code: pampro/swpos

English (LSJ)

ον,

   A all face, χρῆμα Plot.6.7.15.

Greek (Liddell-Scott)

παμπρόσωπος: -ον, ὁ πάντων τῶν προσώπων, ὁ ἔχων πάντα τὰ πρόσωπα, Πλωτίνου Ἐννεάδ. ΙΙ. 1296, 13.

Greek Monolingual

παμπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει όλα τα πρόσωπα, ποικιλόμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-' + πρόσωπον.