περίθερμος

From LSJ
Revision as of 07:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίθερμος Medium diacritics: περίθερμος Low diacritics: περίθερμος Capitals: ΠΕΡΙΘΕΡΜΟΣ
Transliteration A: períthermos Transliteration B: perithermos Transliteration C: perithermos Beta Code: peri/qermos

English (LSJ)

ου,

   A very hot, Thphr.Sens.58, Plu.2.642c, Dsc. Ther.4, etc.: metaph., of the mind, Sch.Ar.Nu.144.

German (Pape)

[Seite 577] sehr warm, Plut. Symp. 2, 9u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

περίθερμος: -ον, πάνυ θερμός, Πλούτ. 2. 642C, κτλ.· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ νοῦ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 144.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait chaud.
Étymologie: περί, θερμός.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πάρα πολύ ζεστός
2. (σχετικά με ψυχική κατάσταση) αυτός που έχει εξαφθεί, ο χωρίς καθόλου ψυχραιμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + θερμός.

Russian (Dvoretsky)

περίθερμος: очень горячий, жаркий (τὸ πνεῦμα τοῦ λύκου Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περί-θερμος -ον heel heet.