περισυλάω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
A strip off all round, τὸ ἱμάτιον Ph. 1.637. II strip, plunder, ἄγαλμα Ael.VH1.20 ; strip of one's property, Id.Fr.48 ; ἀποκτείνει αὐτοὺς καὶ π. ὅσα ἐπηγάγοντο ib.167 :—Pass., περισυλᾶσφαι πᾶσαν τὴν οὐσίαν Pl.Grg.486c, cf. Luc.Philops.20, JConf.8.
German (Pape)
[Seite 595] rings herum abnehmen und rauben, berauben, bes. von Gegenständen, die um Einen herum sind, als Kleider, Schmuck u. dgl., Plat. ὑπ ὸ τῶν ἐχθρῶν περισυλᾶσθαι πᾶσαν τὴν οὐσίαν, Gorg. 486 b, u. Sp., wie Luc. Philops. 20.
Greek (Liddell-Scott)
περισῡλάω: ἀφαιρῶ πανταχόθεν, ἀπεκδύω, τὸ ἱμάτιον Φίλων 1. 637. ΙΙ. ἀφαιρῶ τινα τὰ ἐνδύματα, ἀπογυμνῶ, τινα Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.· ― Παθ., περισυλᾶσθαι πᾶσαν τὴν οὐσίαν ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν, ἀποστεροῦμαι, κλέπτομαι, Πλάτ. Γοργ. 486C πρβλ. Λουκ. Φιλοψευδ. 20, Δία Ἐλεγχόμ. 8.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
dépouiller entièrement.
Étymologie: περί, συλάω.
Russian (Dvoretsky)
περισῡλάω: досл. стаскивать, перен. ограблять (ὑπό τινος περισυλᾶσθαι πᾶσαν τὴν οὐσίαν Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-συλάω beroven, plunderen.