ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Full diacritics: πολυφειδής | Medium diacritics: πολυφειδής | Low diacritics: πολυφειδής | Capitals: ΠΟΛΥΦΕΙΔΗΣ |
Transliteration A: polypheidḗs | Transliteration B: polypheidēs | Transliteration C: polyfeidis | Beta Code: polufeidh/s |
ές,
A very sparing, Eust.1967.20.
[Seite 675] ές, sehr sparsam, Eust.
πολῠφειδής: -ές, ὁ πολὺ φειδόμενος, Εὐστ. 1967. 20.
-ές, Μ
εξαιρετικά φειδωλός, οικονόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φειδής (< φείδομαι), πρβλ. βιο-φειδής].