πληροσέληνος
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
English (LSJ)
ον,
A full, of the moon, Μήνη Man.2.490; σελήνη Sch.Ar.Nu.750; ἡμέρα Suid. s.v. πλησιφαής; τὸ π. full moon, Lyd. Mens.3.10.
German (Pape)
[Seite 634] vollmondig, Eust.; τὸ πλ., Vollmond, Man. 2, 490.
Greek (Liddell-Scott)
πληροσέληνος: -ον, ἐπὶ τῆς πανσελήνου, σελήνη Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 750· ἡμέρα Σουΐδ. ἐν λέξ. πλησιφαής· ― τὸ πληροσέληνον, ἡ πανσέληνος, Βυζ.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
1. (για τη σελήνη) γεμάτος, πανσέληνος
2. (για την ημέρα) ολοφώτιστος, πλησιφαής
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ πληροσέληνον
η πανσέληνος
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ πληροσέληνος
μτφ. εκκλ. λαμπρότητα, δόξα («ἐκκλησία... νικήσασα τὸν ὄφιν καὶ τῆς πληροσελήνου τῆς ἑαυτῆς τὰς νεφέλας... ἀπωσαμένη», Μεθόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλήρης + -σέληνος (< σελήνη), πρβλ. ευ-σέληνος, παν-σέληνος].