πληροσέληνος

From LSJ
Revision as of 18:49, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πληροσέληνος Medium diacritics: πληροσέληνος Low diacritics: πληροσέληνος Capitals: ΠΛΗΡΟΣΕΛΗΝΟΣ
Transliteration A: plērosélēnos Transliteration B: plēroselēnos Transliteration C: pliroselinos Beta Code: plhrose/lhnos

English (LSJ)

ον,

   A full, of the moon, Μήνη Man.2.490; σελήνη Sch.Ar.Nu.750; ἡμέρα Suid. s.v. πλησιφαής; τὸ π. full moon, Lyd. Mens.3.10.

German (Pape)

[Seite 634] vollmondig, Eust.; τὸ πλ., Vollmond, Man. 2, 490.

Greek (Liddell-Scott)

πληροσέληνος: -ον, ἐπὶ τῆς πανσελήνου, σελήνη Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 750· ἡμέρα Σουΐδ. ἐν λέξ. πλησιφαής· ― τὸ πληροσέληνον, ἡ πανσέληνος, Βυζ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. (για τη σελήνη) γεμάτος, πανσέληνος
2. (για την ημέρα) ολοφώτιστος, πλησιφαής
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ πληροσέληνον
η πανσέληνος
αρχ.
το θηλ. ως ουσ.πληροσέληνος
μτφ. εκκλ. λαμπρότητα, δόξαἐκκλησία... νικήσασα τὸν ὄφιν καὶ τῆς πληροσελήνου τῆς ἑαυτῆς τὰς νεφέλας... ἀπωσαμένη», Μεθόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλήρης + -σέληνος (< σελήνη), πρβλ. ευ-σέληνος, παν-σέληνος].