θορυβάζομαι

From LSJ
Revision as of 13:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θορῠβάζομαι Medium diacritics: θορυβάζομαι Low diacritics: θορυβάζομαι Capitals: ΘΟΡΥΒΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: thorybázomai Transliteration B: thorybazomai Transliteration C: thoryvazomai Beta Code: qoruba/zomai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be troubled, Ev.Luc.10.41 (v.l. τυρβάζῃ): Act. in Gramm., Dosith.p.432 K., EM633.34.

Greek (Liddell-Scott)

θορυβάζομαι: Παθ., θορυβοῦμαι, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 41 (δι. γραφ. τυρβάζῃ).

Greek Monolingual

θορυβάζομαι (Α) θόρυβος
θορυβούμαι, ενοχλούμαι, ταράζομαι, ανησυχώ («μεριμνᾷς καὶ θορυβάζῃ περὶ πολλά», ΚΔ).

Greek Monotonic

θορυβάζομαι: Παθ., θορυβούμαι, ενοχλούμαι, βασανίζομαι, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

θορυβάζομαι,
Pass. to be troubled, NTest. [from θορῠβητικός]