λαφυραγωγός

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰφῡρᾰγωγός Medium diacritics: λαφυραγωγός Low diacritics: λαφυραγωγός Capitals: ΛΑΦΥΡΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: laphyragōgós Transliteration B: laphyragōgos Transliteration C: lafyragogos Beta Code: lafuragwgo/s

English (LSJ)

όν,

   A carrying off booty, Sch.D Il. 4.128, Sch.ib.10.460, prob. l. for φυγαγ- in Polyaen.8.16.6.

German (Pape)

[Seite 19] Beute wegführend, machend, Schol. Il. 10, 460; nach Lob. zu Phryn. p. 383 bei Polyaen. 8, 16, 6 für φυγαγωγός zu schreiben.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰφῡρᾰγωγός: -όν, ὁ λαφυραγωγῶν, ὁ κομίζων λάφυρα, πιθ. γραφ. ἀντὶ φυγαγωγὸς παρὰ Πολυαίν. 8. 16, 6, πρβλ. Σχολ. Ἰλ. Κ. 460. Σχολ. Λυκόφρ. 985.

Greek Monolingual

-ό (AM λαφυραγωγός, -όν)
αυτός που αποκομίζει ή αρπάζει πολεμικά λάφυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάφυρον + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ-αγωγός, ψυχ-αγωγός].