τενοντότρωτος

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ον,

   A wounded in the tendons, Gal.13.575.

German (Pape)

[Seite 1091] an einer Sehne verwundet, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

τενοντότρωτος: -ον, τετρωμένος τὸν αὐχένα, Γαλην. 2. 346.

Greek Monolingual

-ον, Α
τραυματισμένος στους τένοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τένων, -οντος + τρωτός (< τιτρώσκω), πρβλ. νευρό-τρωτος].