ἀναμνηστός
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
όν,
A that which one can recollect, Pl.Men.87b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμνηστός: -όν, ὅν τις δύναται νὰ ἀναμνησθῇ, - τὸ ἀναμνηστόν, τὸ δυνάμενον νὰ ἔλθῃ ἢ τὸ ἐρχόμενον εἰς τὴν μνήμην, Πλάτ. Μένων 87B.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont on peut se souvenir.
Étymologie: ἀναμιμνῄσκω.
Spanish (DGE)
-όν
que puede ser objeto de reminiscencia (ἀρετή) ἆρα διδακτὸν ἢ οὔ, ἢ ... ἀναμνηστόν; Pl.Men.87b.
Greek Monotonic
ἀναμνηστός: -όν (ἀνα-μιμνῄσκω), αυτός που μπορεί να ανακληθεί στην μνήμη, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἀναμιμνήσκω
that which one can recollect, Plat.