ἀστρωσία

From LSJ
Revision as of 17:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστρωσία Medium diacritics: ἀστρωσία Low diacritics: αστρωσία Capitals: ΑΣΤΡΩΣΙΑ
Transliteration A: astrōsía Transliteration B: astrōsia Transliteration C: astrosia Beta Code: a)strwsi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A practice of sleeping without bedding, Pl.Lg.633c (pl.).

German (Pape)

[Seite 378] ἡ, das Liegen ohne Bett u. ohne Decken, Plat. Legg. I, 633 c neben ἀνυποδησία.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστρωσία: ἡ, ἡ ἕξις τοῦ κατακλίνεσθαι οὐχὶ ἐπὶ στρωμνῆς, ἀστρωσίαι καὶ ἀνυποδησίαι Πλάτ. Νόμ. 633C.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
carencia de manta en plu. ἀνυποδησίαι καὶ ἀστρωσίαι Pl.Lg.633c, cf. Aristaenet.2.20.23.

Greek Monolingual

η (Α ἀστρωσία) άστρωτος
η έλλειψη στρώματος, το να κοιμάται κανείς χωρίς στρώμα, δηλαδή καταγής
νεοελλ.
η ακαταστασία, η ασυγυρισιά.

Russian (Dvoretsky)

ἀστρωσία: ἡ pl. отдых или сон без подстилки, т. е. на голой земле Plat.