αἱρετέος

From LSJ
Revision as of 14:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱρετέος Medium diacritics: αἱρετέος Low diacritics: αιρετέος Capitals: ΑΙΡΕΤΕΟΣ
Transliteration A: hairetéos Transliteration B: haireteos Transliteration C: aireteos Beta Code: ai(rete/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be chosen, ὠφελήματα, opp. αἱρετὰ ἀγαθά, Chrysipp.Stoic.3.22, 61,al.    II αἱρετέον, one must choose, Pl.Grg. 499e, Phld.Rh.1.287S., etc.

Greek (Liddell-Scott)

αἱρετέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. ὃν πρέπει νὰ κυριεύσῃ, ἢ νὰ προτιμήσῃ τις, ὁ ἐπιθυμητός, Ξεν. Ἀπομ. 1. 1, 7, καὶ ἀλλ. ΙΙ. αἱρετέον, πρέπει τις νὰ ἐκλέξῃ, Πλάτ. Γοργ. 499Ε, καὶ ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu’on peut saisir par l’intelligence.
Étymologie: adj. verb. de αἱρέω.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que debe ser elegido ὠφελήματα Chrysipp.Stoic.3.22.

Greek Monotonic

αἱρετέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του αἱρέω,
I. αυτός που πρέπει να κυριευθεί ή να προτιμηθεί, ο επιθυμητός, σε Ξεν.
II. αἱρετέον, αυτό που πρέπει κάποιος να εκλέξει, να επιλέξει, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

αἱρετέος: достойный быть избранным (μαθήματα Xen.).

Middle Liddell

verb. adj. of αἱρέω,]
I. to be taken, desirable, Xen.
II. αἱρετέον, one must choose, Plat.