πυλίς

From LSJ
Revision as of 11:08, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠλίς Medium diacritics: πυλίς Low diacritics: πυλίς Capitals: ΠΥΛΙΣ
Transliteration A: pylís Transliteration B: pylis Transliteration C: pylis Beta Code: puli/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Dim. of πύλη,

   A little gate, postern, Hdt.1.180, 186, Th. 4.110, SIG813B6 (Delph., i A.D.), etc.; ὁ Ἑρμῆς ὁ πρὸς τῇ π. D.47.26; π. χάρακος Onos.10.20; τὸν . . τοῖχον σὺν τῇ π. CIG1948 (inc. loc.).    II pl., a disease of the anus, prob. multiple fistula, Gal. 15.329.

German (Pape)

[Seite 817] ίδος, ἡ, dim. von πύλη, Thürchen; Her. 1, 180; Plat. Lys. 203 a; Is. 6, 20; Pol. 8, 31, 8.

Greek (Liddell-Scott)

πῠλίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ πύλη, μικρὰ πύλη, θυρίδιον, Ἡρόδ. 1. 180. 186, Θουκ. 4. 110, κτλ.˙ ὁ Ἑρμῆς ὁ πρὸς τῇ πυλίδι Δημ. 1146 ἐν τελ.˙ ὁ τοῖχος σὺν τῇ π. Συλλ. Ἐπιγρ. 1948.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
petite porte, guichet, poterne.
Étymologie: πύλη.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. μικρή πύλη («τὴν κατά Καναστραῑον πυλίδα», Θουκ.)
2. στον πληθ. αἱ πυλίδες
είδος ασθένειας του πρωκτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + επίθημα -ίς, -ίδος].

Greek Monotonic

πῠλίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του πύλη, μικρή πύλη, σε Ηρόδ., Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυλίς -ίδος, ἡ [πύλη] poortje.

Russian (Dvoretsky)

πῠλίς: ίδος (ῐδ) ἡ дверца, калитка Her., Thuc., Dem.

Middle Liddell

πῠλίς, ίδος, ἡ, [Dim. of πύλη
a postern, Hdt., Thuc.