τροπολογία

From LSJ
Revision as of 05:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροπολογία Medium diacritics: τροπολογία Low diacritics: τροπολογία Capitals: ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: tropología Transliteration B: tropologia Transliteration C: tropologia Beta Code: tropologi/a

English (LSJ)

ἡ, =

   A moralis intelligentia, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

τροπολογία: ἡ, ἡ διὰ τροπικῶν λέξεων ἔκφρασις, ἀλληγορία, Ρήτορες (Walz) τ. 3, σ. 540, Φωτ. Βιβλιοθ. 161. 26.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ τροπολογῶ
νεοελλ.
1. τροποποίηση της λεκτικής διατύπωσης ή τών λεπτομερειών ενός θέματος
2. (νομ.) σύντομο κείμενο που εισάγεται σε ένα σχέδιο νόμου, απόφασης, ψηφίσματος ή συνθήκης και με το οποίο διευκρινίζονται, συμπληρώνονται ή τροποποιούνται προηγούμενες διατάξεις
μσν.-αρχ.
αλληγορική, μεταφορική έκφραση.

Russian (Dvoretsky)

τροπολογία: ἡ рит. изобилующая тропами речь.