παθικός

From LSJ
Revision as of 08:33, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰθῐκός Medium diacritics: παθικός Low diacritics: παθικός Capitals: ΠΑΘΙΚΟΣ
Transliteration A: pathikós Transliteration B: pathikos Transliteration C: pathikos Beta Code: paqiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A remaining passive: hence Lat. pathicus, i.e. qui muliebria patitur, Juv.2.99, etc.

German (Pape)

[Seite 437] sich leidend verhaltend, der unnatürliche Unzucht mit sich treiben läßt, Martial.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰθικός: -ή, -όν, ὁ παρέχων ἑαυτόν τινι πρὸς ἀσέλγειαν , κίναιδος, τὸ Λατ. pathicus, δηλ. ὁ πάσχων γυναικεῖα, Joven. 2, 99. Martial.

Greek Monolingual

παθικός, -ή, -όν (Α) πάθος
αυτός που συμπεριφέρεται με παθητικό τρόπο σε ερωτική συνεύρεση, που προσφέρει τον εαυτό του σε ασέλγεια, ο κίναιδος.