παρασπόνδησις
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
εως, ἡ,
A breaking of faith, Plb.2.7.5 ; πρός τινα Str.7.1.4 ; εἴς τινα App.BC2.110.
German (Pape)
[Seite 499] ἡ, das Verletzen, Brechen eines Bündnisses, Pol. 2, 7, 5. 9, 30, 2 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρασπόνδησις: ἡ, παράβασις τῶν σπονδῶν, τῆς συνθήκης, Πολύβ. 2. 7, 5, κτλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de violer la foi jurée.
Étymologie: παρασπονδέω.
Greek Monotonic
παρασπόνδησις: ἡ, παραβίαση σπονδών, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
παρασπόνδησις: εως ἡ Polyb. = παρασπόνδημα.
Middle Liddell
παρασπόνδησις, εως,
a breaking of faith, Polyb. [from παράσπονδος