πλατειασμός

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτειασμός Medium diacritics: πλατειασμός Low diacritics: πλατειασμός Capitals: ΠΛΑΤΕΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: plateiasmós Transliteration B: plateiasmos Transliteration C: plateiasmos Beta Code: plateiasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A broad Doric accent, pl. in form πλατεασμοί, Quint.Inst.1.5.32.

German (Pape)

[Seite 626] ὁ, die platte, breite Aussprache, bes. der Dorier, Quinctil. 1, 5, 32.

Greek Monolingual

και πλατυασμός, ο / πλατειασμός, ΝΑ πλατειάζω
νεοελλ.
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλατειάζω, η επέκταση του λόγου με περιττές ή ανούσιες λέξεις ή φράσεις, περιττολογία, πολυλογία
αρχ.
η τραχιά, βαριά, δωρική προφορά τών λέξεων.