πολυβόλος

From LSJ
Revision as of 12:25, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠβόλος Medium diacritics: πολυβόλος Low diacritics: πολυβόλος Capitals: ΠΟΛΥΒΟΛΟΣ
Transliteration A: polybólos Transliteration B: polybolos Transliteration C: polyvolos Beta Code: polubo/los

English (LSJ)

ον,

   A throwing many missiles, καταπάλτης Ph. Bel.73.34.

German (Pape)

[Seite 660] καταπέλτης, die viele Pfeile werfende Katapulte, Mathem. vett.

Greek (Liddell-Scott)

πολυβόλος: -ον, ὁ ῥίπτων πολλὰ βλήματα, ἐπὶ καταπέλτου, Ἀρχ. Μαθ. 73. ― Ἴδε Γ. Χατζιδάκι Περὶ τονισμοῦ τῶν συνθέτων ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΒ΄, σ. 351.

Greek Monolingual

-ον, ΝΜΑ
1. αυτός που ρίχνει πολλά βλήματα
2. αυτός που ρίχνει βλήματα με μεγάλη συχνότητα
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το πολυβόλο
φορητό όπλο που μπορεί να εκτελεί βολή κατά βολή ή βολή κατά ριπές
2. φρ. «το στόμα του πάει πολυβόλο» — λέγεται για άτομο που μιλάει πολύ γρήγορα και ακατάσχετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυρο-βόλος.