προμέτωπος

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμέτωπος Medium diacritics: προμέτωπος Low diacritics: προμέτωπος Capitals: ΠΡΟΜΕΤΩΠΟΣ
Transliteration A: prométōpos Transliteration B: prometōpos Transliteration C: prometopos Beta Code: prome/twpos

English (LSJ)

ον,

   A with prominent forehead, Erot. s.v. φοξοί.

Greek (Liddell-Scott)

προμέτωπος: -ον, ὁ ἔχων προεξέχον μέτωπον, Ἐρωτιαν. 384.

Greek Monolingual

-η, -ο / προμέτωπος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το προμέτωπο
κατασκεύασμα της παλαιότερης οχυρωτικής για την ενίσχυση πολυγωνικής χάραξης
αρχ.
αυτός που έχει προεξέχον μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -μέτωπος (< μέτωπον)].