ὑφορμίζομαι

From LSJ
Revision as of 17:15, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφορμίζομαι Medium diacritics: ὑφορμίζομαι Low diacritics: υφορμίζομαι Capitals: ΥΦΟΡΜΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: hyphormízomai Transliteration B: hyphormizomai Transliteration C: yformizomai Beta Code: u(formi/zomai

English (LSJ)

Pass. and Med.,

   A come to anchor, Th.2.83 codd. (ἀφ- Blomfield); τῇ Σαλαμῖνι Plu.Sol.9: metaph., to be found under or in a place, Philostr. Her.1.3.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφορμίζομαι: Παθ. καὶ μέσ. προσορμίζομαι κρυφίως· καθόλου, προσορμίζομαι, Θουκ. 2. 83· τῇ Σαλαμῖνι Πλουτ. Σόλων 9. ― μεταφορ., εὑρίσκομαι ὑποκάτω ἢ ἔν τινι τόπῳ, Φιλόστρ. 670.

French (Bailly abrégé)

pf. ὑφώρμισμαι;
entrer dans le port, jeter l’ancre : τῇ Σαλαμῖνι PLUT devant Salamine.
Étymologie: ὑπό, ὁρμίζομαι.

Greek Monotonic

ὑφορμίζομαι: Παθ. και Μέσ., προσορμίζομαι κρυφά ή κάτω από ένα μέρος, σε Θουκ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑφορμίζομαι: становиться на якорь Thuc., Plut.

Middle Liddell


Pass. and Mid., to come to anchor secretly or under a place, Thuc., Plut.