σαμβυκιστής

From LSJ
Revision as of 00:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαμβυκιστής Medium diacritics: σαμβυκιστής Low diacritics: σαμβυκιστής Capitals: ΣΑΜΒΥΚΙΣΤΗΣ
Transliteration A: sambykistḗs Transliteration B: sambykistēs Transliteration C: samvykistis Beta Code: sambukisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A player on the σαμβύκη, Euph. ap. Ath.4.182e:— fem. σαμβυκ-ίστρια, Philem.44.5, Plu.Cleom.35, Ant.9.

German (Pape)

[Seite 860] ὁ, ein die Sambyke Spielender, Ath. IV, 182 e.

Greek (Liddell-Scott)

σαμβῡκιστής: -οῦ, ὁ, ὁ παίζων τὴν σαμβύκην, Εὔφορ. 31· - θηλ. σαμβῡκίστρια, Φιλήμων ἐν «Μοιχῷ» 1. 5, Πλουτ. Κλεομ. 35, Ἀντών. 9.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
joueur de sambuque.
Étymologie: σαμβύκη.

Greek Monolingual

ο, θηλ. σαμβυκίστρια, ΝΑ
(στην αρχαία Ελλάδα) άτομο που έπαιζε την σαμβύκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαμβύκη + κατάλ. -ιστής (< ρ. σε -ίζω)].

Greek Monotonic

σαμβῡκιστής: -οῦ, ὁ, μουσικός, οργανοπαίχτης που παίζει το όργανο σαμβύκη· θηλ. σαμβῡκίστρια, σε Πλούτ.

Middle Liddell

σαμβῡκιστής, οῦ, ὁ,
a player on the sambuca:—fem. σαμβῡκίστρια, Plut.