πόλινδε
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
Adv.
A into or to the city, Il.5.224, al.
German (Pape)
[Seite 655] in die Stadt, nach der Stadt hin, Hom. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
πόλινδε: ἐπίρρ. εἰς ἢ πρὸς τὴν πόλιν, Ἰλ. Ε. 224, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
à la ville, vers la ville avec mouv.
Étymologie: πόλις, -δε.
English (Autenrieth)
to the city.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. στην πόλη ή προς την πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. πόλιν του πόλις + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. πολεμόν-δε)].
Greek Monotonic
πόλινδε: επίρρ., μέσα ή προς την πόλη, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
πόλινδε: adv. в город, к городу Hom.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πόλινδε en πόλιν δέ [πόλις] adv., stadwaarts, naar de stad.